Από τις 10 μέχρι των 15 δεν έλειψε να κατεδαφίζει την πόλιν ως εφεξής. Άρχισε και κατεδάφισε μέχρι των θεμελίων τον κύκλον του τείχους του φρουρίου εκ διαλειμμάτων, βάζων εις τάξιν τους Άραβας και κτυπώντας τα ταμπούρια, οι οποίοι ορμώντας με τα αναγκαία εργαλεία εις τας χείρας, κατεδάφιζον το μέρος εκείνο, και μετά ταύτο έκαμνον μίαν δέησιν, και έρριπτον τουφέκια, ως εις προπομπήν.
Μετά τον κατεδαφισμόν του τείχους του φρουρίου, με την ιδίαν τάξιν κατεδάφισε με υπομήναια ομού και όλα τα κανονοστάσια, καθώς και όλα τα δημόσια κτήρια, οίον τζαμία, τεκέδες, εκκλησίας, χάνια και άλλα παρόμοια, ώστε και βρύσες των υδάτων μερικάς ούσας με θόλον, και δυο εκκλησίας έτι με θόλον, ούσας έξω του φρουρίου και μακράν εν και μισό κουάρτο, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Βαρβάρας. Εις όλον αυτό το διάστημα έκαιε και σποράδην σπίτια. […] Μετά την φυγήν λοιπόν του Ιμπραήμη κατά τας 16 εισήλθομεν εις την πόλιν, την οποίαν αφού είδομεν εις την κατάστασιν του κατεδαφισμού ως ανωτέρω, την ηύρομεν όχι εις τρωαδικήν μόνο κατάστασιν, αλλά ως ένα βούρκον ήτοι πέτρας, λάσπην και πτώματα ζώων, όλα μεμειγμένα ως θέαμα ελεεινόν.
Κείμενο του Ρήγα Παλαμήδη, δημοσιεύεται στο: Σπύρος Λουκάτος, «Η κατεδάφισις της Τριπόλεως υπό του Ιμπραήμ Ανέκδοτον χρονικόν Ρήγα Παλαμήδη (Φεβρουάριος 1828)», Μνημοσύνη 5 (1974-1975), σ. 60-72.