Αι κωμοπόλεις των επαρχιών όλαι πυρπολημέναι και μόλις το εν δεκατημόριον εσώζετο˙ οι ναοί, τα σχολεία και όλα τα καταστήματα ήτο παρανάλωμα του εχθρικού πυρός.
Η περίφημος πόλις Τριπολιτσά κατεστραμμένη από τον εχθρόν ήτο το αξιοδάκρυτον θέαμα εις τους ορώντας, όπου δεν εφαίνοντο ειμή σωρείαι λίθων, τείχη κατεδαφισμένα, και οικίαι πυρπολημέναι˙ δεν εγνωρίζοντο πλατείαι ή δρόμοι, ώστε και οι ίδιοι οι κάτοικοι μόλις εδύναντο να γνωρίσωσι τα ερείπια των εστιών των˙ εις όλην την πόλιν δεν ήτον ανεγηγερμέναι ειμή τρεις μόναι οικίαι μικραί, και ολίγα εργαστήρια, επιστεγωμένα με κλάδους δένδρων ως υποσκιαί τινες˙ δεν κατώκουν περισσότεραι των 15 οικογενειών, εις όλην την πόλιν, αλλά και αυταί πεφοβημέναι εζήτουν ν’ αναχωρήσουν. […]
Εις αυτήν την κατάστασιν ευρισκομένη η πόλις της Τριπολιτσάς, μόλις εναρχομένη βελτιούσθαι, έλαβε την τιμήν ν’ αξιωθή της παρουσίας της Α.Ε. του Κυβερνήτου της Ελλάδος (τότε πρώτων εκ του Μεσσηνιακού κόλπου εν μέσω των εχθρών διελθόντος), όστις δεν εδυνήθη να θεωρήση την οικτράν αυτής κατάστασιν αδακρυτί, αισθανθείς μεγάλην λύπην, ότε υποδεχθείς παρά των κατοίκων, διερχόμενος εν μέσω των ερειπίων, εισήλθεν εις το ερείπιον του ναού του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, (τον οποίον ομού με το διοικητικόν κατάστημα διώρισε να επισκευασθή, επιδαψιλεύσας τα χρηματικά μέσα).
Εις τοιαύτην κατάστασιν η πόλις εδέχετο τους φιλτάτους κατοίκους της κλαίοντας και αγαλλομένους˙ αγαλλομένους καθότι ηξιώθησαν να πατήσωσι το έδαφός της γλυκυτάτης πατρίδος των ύστερον από τριετή παροικίαν˙ κλαίοντας δε, καθότι έβλεπον τας εστίας των κατεδαφισμένας, πυρπολημένας, και αντί της περιφήμου πόλεώς των μία σωρείαν παντοίων ειδών λίθων αμόρφων και συντεθλασμένων.
Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Έτος Ε΄, αρ. 33, 30/4/1830.