Οι Αλωνιστιώται έτοιμοι μας υπεδέχθησαν μερά άκρας αγαλλιάσεως. Συνοδευθέντες δε και παρ’ ημών ήλθομεν εις θέσιν Τσιβούρια, πλησίον της Πιάνας, και εκεί κατεσκηνώσαμεν. Ενταύθα παρατηρώ ότι και εις Βυτίναν και εις Αλωνίσταιναν και εις τα πέριξ ισχυρά χωρία αι γυναίκες είχον κατασκευάσει φούρνους, εις ους έψηνον άρτους, κρέατα και άλλα φαγητά άτινα μας έφερον αι ίδιαι μη λίπουσαι να μας ενθαρύνωσι. Την αυτήν ημέραν ως και την επομένην ήλθον και άλλοι οπλοφόροι από τα πέριξ των Τσιβουρίων χωρία, Πιάναν, Λυμποβίσιον, Αρκοδόρευμα, Χρυσοβίτσιον, Πλαγιάς, Δαβιάς, Ροϊνόν, Ζαράκοβαν κτλ. και επειδή οι ερχόμενοι δεν είχον γενικώς όπλα, αδύνατον δε μας ήτον να τους προμηθεύσωμεν τοιαύτα τότε, ως μη έχοντες, οπλίσαμε αυτούς με χάρμπας* ατέχνους, εν είδει μπαγιονέτων, ας κατασκεύαζον τινές σιδηρουργοί εις Αλωνίσταιναν, Βυτίνην κτλ. και ας προσεκολλούσαμεν εις ξύλα μακρά. Και ενώ ετοιμαζώμεθα να κινήσωμεν προς την Τρίπολιν, μανθάνομεν ότι εκ Τριπόλεως εξήλθον ως τριακόσιοι Τούρκοι ιππείς και πεζοί, οδεύοντες προς την Πιάναν και τόν Ροϊνόν, άγνωστον προς ποιον σκοπόν, επειδή δε ημείς υποπτεύθημεν ότι ήρχοντο καθ’ ημών απεφασίσαμεν να τους κτυπήσωμεν, δι’ ο κατέβημεν των Τσιβουρίων προς την πεδιάδα την λεγομένην των Δαβιών και καταλάβομεν τα πέριξ βουνάκια προς την Πιάναν και το Ροϊνόν.
Μετ’ ου πολύ είδομεν τους Τούρκους ερχομένους και συγχρόνως και Έλληνας τινάς Περθωρίτας, Τριπολίταις κλπ. Κατεβαίνοντας από τα Ροϊνιώτικα βουνάκια και οδηγουμένους από τους Παππά Γεώργιον Περθωρίτην, Γεώργιον Πουρναράν και Γεώργιον Χελιώτην, οίτινες μας εμψύχωσαν περισσότερον και μετά των οποίων συνεννοηθέντες ορμήσαμεν κατά των πλησιασάντων Τούρκων. Οι Τούρκοι εκπλαγένετες, εις τους πρώτους πυροβολισμούς μας, διότιν δεν ήλπιζον να κτυπηθώσιν, ετράπησαν εις φυγήν, μετ’ ου πολύ όμως επανήλθον, συσσωματωθέντες και ώρμησαν εναντίον μας, αλλ’ ευτυχήσαμεν και πάλιν τους ετρέψαμεν εις φυγήν, φονεύσαντες και ένα των οδηγούντων αυτούς αξιωματικόν. Φοβηθέντες δε μήπως πολιορκηθώσι και φονευθώσι και πιστεύσαντες ότι μεταξύ μας ήτο και ο Κολοκοτρώνης και πολύ περισσότερος στρατός, αφ’ ότι εφαίνετο και τούτο εσυμπέρανον, διότι τα πέριξ της μάχης βουνάκια είχομεν στολίσει από πληθύν σημαιών διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων, και τεθειμένων επί πασσαλίσκων, έφυγον δρομαίως εις Τρίπολιν κατησχυμένοι χωρίς ημείς να τους καταδιώξωμεν, περιορισθέντες μόνον να φωνάξωμεν κατ’ αυτών.
*χαρμπί: επίμηκες αντικείμενο για το γέμισμα των όπλων, το οποίο χρησιμοποιούνταν και ως μαχαιρίδιο.
Στέφανος Ιω. Στεφανόπουλος, Απομνημονεύματα τινά της Επαναστάσεως του 1821, Εν Τριπόλει, Τύποις της Φωνής των Επαρχιών, 1864, σ. 37-38.